ΈΝΑΣ ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΑΓΙΟΣ

Κάτω από την κόγχη του αγίου Βήματος ενός εξωκκλησιού, που αγναντεύει το Κάστρο του Ρίου και τα γυμνά βουνά της Ρούμελης, στα κράσπεδα της Πάτρας, αναπαύεται ο πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος. παπα – Βάσιος, όπως τον έλεγε ο λαός, που είχε στο στόμα τ’ όνομά του μέρα – νύχτα.

Εκεί αναπαύεται τώρα ένα πολύ κουρασμένο κορμί, που κράτησε για έναν περίπου αιώνα μια φλογισμένη ατίθαση ψυχή.

Αν επιχειρούσε κανείς να επισκεφθή απλώς τους τόπους που πάτησε το κορμί αυτό και τα μέρη που ανδραγάθησε κατά την εποποιία της ζωής του θα απόσταινε. Από τη Λάστα της Γορτυνίας, που πρωτοφτερούγισε ο μικρός Γιώργος ως τη Μελούνα και τη Γευγελή και το Σαγγάριο και τα μικρασιατικά πεδία της καταστροφής όπου έσμιξε το αίμα και τον ιδρώτα του με δάκρυα των θρήνων για το φοβερό εξολοθρεμό, η πορεία είναι πολύ μακρινή…

Κι είναι πολλά τα τρόπαια που έστησε εκεί ο φλογερός ιερομόναχος . Πολέμαρχος από κατασκευής θα μπορούσε να ναι, όπως έλεγε γι’ αυτόν ο Πλαστήρας, ένας μεγάλος στρατηγός, αν δεν ήταν παπάς. Μ’ όλο τούτο όμως και παπάς που ήταν δεν έπαψε να ναι πολέμαρχος. Η ζωή του ολόκληρη ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας. Τα ‘βαλε…και με ποιον δεν τα ‘βαλε! Πρώτα όμως από όλους με τον εαυτό του, έναντι του οποίου στάθηκε με ιδιαίτερη αυστηρότητα, πράγμα που τον έκανε σεβαστό και σ’εκεινους, που δεν συμμεριζόταν τις απόψεις του. Είναι , έλεγαν , υπερβολικός, έχει ακρότητες, αλλά τι τα θέλεις, είναι συνεπής! Εφαρμόζει πρώτα κι έπειτα λαλεί. Έμεινε δε πράγματι παροιμιώδης η συνέπεια, η άσκηση και η πενία με την οποία διήγε τον βίον. Ένα πλινθόκτιστο κελάκι στην πιο φτωχική συνοικία, πότε στα «γύφτικα» και πότε στα «προσφυγικά» των Πατρών ήταν το αληθινό του ξεκούρασμα γιατί ανάμεσα σε φτωχούς και καταφρονεμένους ένοιωθε άνεση και ολοκλήρωση.

Όσο για ντύσιμο και διατροφή, αν θυμόταν οι γύρω του τις ανάγκες αυτές, καλώς. Αλλοιώς…τι πειράζει; Βρέθηκε σε δυσκολία όταν τον κάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στην Αθήνα για να του αναθέση το αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου. Δεν μπορούσε να ταξιδεύση γιατί δεν είχε ένα ράσο της προκοπής να παρουσιασθή. Και χρειάσθηκε ένας μικρός έρανος και μια μικρή αναβολή για να ετοιμασθή ένα ράσο.

Ανέβηκε φτωχός στο αξίωμα του Πρωτοσυγκέλλου και έφυγε πένης. Τα ναύλα για το Ναύπλιο του τα ‘στειλε ο φίλος του Μητροπολίτης Αργολίδος Ιωάννης Παπασαραντόπουλος, που τον περιμάζευσε εκεί μετά την εισβολή των Γερμανών και την πτώση του Χρυσάνθου, τραυματίαν και πάλιν. Τραυματία σ’ έναν άλλον αγώνα. Στον αγώνα της αρετής και της ευθύτητος, που του κόστισε πολλούς διωγμούς, καταδίκες, προπηλακισμούς και τελικά του να μη γίνη επίσκοπος. Ήθελε να γίνει επίσκοπος και δεν το υπέκριβε υποκριτικά. Αλλά δεν εννοούσε να καμη την παραμικρή , την ελαχίστη υποχώρηση στις αρχές του για να το επιτύχη. Αποτέλεσμα να μη εγγραφή ουδέ καν στον κατάλογο των εκλογίμων. Αυτός που ήταν εθνικός αγωνιστής. Βετεράνος του άμβωνος. Διάκονος πιστός του ιερού εξομολογηταρίου. Πρωτεργάτης της ιδέας του Κατηχητικού Σχολείου. Κατηρτισμένος θεολογικώς και φιλολογικώς όσον ελάχιστοι. Ούτε στον κατάλογο! Και ήταν Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου ο Αρχιεπίσκοπός του, ο μεγάλος Χρύσανθος, που δέχθηκε σαν προσωπική κάκωση την επίθεση αυτή κατά του Πρωτοσυγκέλλου του.

-«Διατί άγιε Πρωτοσύγκελλε- του έλεγε με την ψευδίζουσα αρχοντική προφορά του ο έξοχος εκείνος Ιεράρχης, στο σπίτι του στην οδό Σουμαλά- διατί είσθε τόσον απόλυτος, τόσον ασυμβίβαστος, ώστε να δημιουργούνται τοιαύται αντιθέσεις περί το πρόσωπόν σας; Ξεύρετε ότι ολίγη ευκαμψία, ολίγη ελαστικότης είναι παράγοντες αρμονίας. Ο Παρθενών θαυμάζεται δια την τελειότητά του και την αρμονίαν του διότι οι κίονές του δεν είναι ολόϊσιοι. Είναι ολίγον τι κυρτοί. Διατί υμείς τόσον αλύγιστος;
-«Βλέπετε, εγώ Μακαριώτατε, του απαντούσε ο πατήρ Γερβάσιος, έχω δώσει τους μοναχικούς όρκους μου κάτω από το θόλο Βυζαντινού Ναού. Του Ναού της Μονής Κερνίτσης που οι κολόνες του είναι ολόϊσιες…

Χαμογέλασε ο σοφός Ιεράρχης και τον αγκάλιασε. Και στη διαθήκη του τού αφήκε «εις ανάμνησιν» έναν επιστήθιο σταυρό με τον συμβολισμό του «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν…»
Στάθηκε στα αλήθεια γενναίος ο πατήρ Γερβάσιος σ’ όλη του τη ζωή. Ολόϊσιος, αλύγιστος, ευθυτενής. Από ΄του «χρέους μη κινών». Κι έφυγε από τον κόσμο αυτό με τον στέφανον της δόξης. Χωρίς μίτρες και διαδήματα. Απλούς πρεσβύτερος. Αλλά με μια μυριόστομη κραυγή που εκύκλωνε το φέρετρό του. «Να ανακηρυχθεί άγιος!» ήταν η φωνή και η επιθυμία του Λαού. Του Λαού που ξέρει πως μεταξύ γενναίου και αγίου δεν υπάρχει απόσταση.

Του κ.Κων.Κούρκουλα Γεν. Δ/ντού Θρησκευμάτων