Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ ( † 1964) ΠΡΩΗΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ ΚΥΡΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
Γνωστή αφορμή, η σκέψις περί ανεγέρσεως προτομής του π.Γερβασίου, προκαλεί αρχήν της ομιλίας μου με ένα γεγονός που συνέβη επί των ημερών του Αγίου Ιωάνννου του Χρυσοστόμου.
Το έτος 387, όταν αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως ήτο ο Θεοδόσιος ο Μέγας, συνέβη εις την Αντιόχειαν (όπου ήτο ιερεύς ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος), μια επαναστατική ενέργεια του λαού. Η κυβέρνηση του αυτοκράτορος είχε επιβάλει φόρους βαρείς και ο λαός αντέδρασεν. Εξεχύθηκε μέσα στην πόλη και μαζί με τις διαμαρτυρίες και τις φωνές, έκανε και μιαν ενέργειαν βάναυσον. Έσπασαν τους ανδριάντας του αυτοκράτορος, της αυτοκράτειρας και των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, που εκοσμούσαν την πόλιν.
Το γεγονός αυτό εθεωρήθη ύβρις κατά του αυτοκράτορος και προσβολή. Πράξις παράνομος και ανεπίτρεπτος. Ενέργεια επαναστατική. Και μόλις εκόπασεν ο σάλος και ήρχισαν να λογικεύονται οι άνθρωποι, κατάλαβαν ότι δεν θα περάσει ατιμώρητη , αλλά εξάπαντος θα ξεσπάσει η οργή του αυτοκράτορος και θα πληρώσουν πολύ ακριβά την ενέργειαν που έκαμαν.
Μάλιστα οι πρώτες τιμωρίες άρχισαν, με πρωτοβουλίαν της αστυνομίας, η οποία και εφυλάκισεν πολλούς και εκακοποίησε άλλους, ακόμη και εφόνευσαν τους θεωρηθέντας υπευθύνους δια τα έκτροπα εκείνα.
Άλλοι άνθρωποι, με κύρος μέσα στην πόλη, με μόρφωση και με ικανότητες, με τις οποίες θα μπορούσαν να παρέμβουν και να καθησυχάσουν τον λαό και να τον παρηγορήσουν, δεν το έπραξαν. Μάλλον έφυγαν πολλοί εκ των ανθρώπων της επισήμου τάξεως, των μορφωμένων και των ισχυρών , διότι ήθελαν να ευρεθούν μακρυά από την πόλιν, όταν θα ξεσπούσε η οργή του αυτοκράτορος.
Εκείνοι, οι οποίοι ανέλαβαν να συμπαρασταθούν και να παρηγορήσουν τον λαόν , ήσαν μερικοί μοναχοί, που το εθεώρησαν καθήκον τους να προσφέρουν βοήθειαν εκ μέρους της Εκκλησίας και παρηγορίαν εις τον λαόν, που τώρα ήτο ανήσυχος και αγωνιούσε δια την τιμωρίαν που θα ξεσπούσε. Και πρώτος μεταξύ των εκκλησιαστικών ανδρών ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος επιστράτευσε όλη του την ρητορεία, όλη την δύναμη του λόγου του για να ομιληση, όχι μία, αλλά πολλές φορές στον κόσμο, για να κατευνάση τα πνεύματα και να ωφελήση πενυματικά τον λαόν.
Εχρειάσθηκε όμως, η Εκκλησία να αναλάβη μίαν ουσιστικωτέραν προστασίαν του λαού, και ο αρχιεπίσκοπος, ο Φλαβιανός, απεφάσισε να μεταβή στην Κωνσταντινούπολη, δια να κάνη εκείνος παραστάσεις προς τον αυτοκράτορα , ως αρχιεπίσκοπος και να ζητήση την συγγνώμη του, εκ μέρους του λαού. Να τον παρακαλέση να ματαιώση το ξέσπασμα της οργή του και να θεωρήση τα γενόμενα σαν μια πράξη εξάψεως στιγμιαίας και παροδικής, την οποίαν δεν θα πρέπη να λογιαριάση και να τιμωρήση πολύ αυστηρά.
Τα ταξίδια τότε ήσαν δύσκολα και εχρειάσθηκε πολύς καιρός για να φθάση από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη, ο Αρχιεπίσκοπος, και για να γινουν οι μεσολαβητικές του ενέργειες, ώστε να ανακληθή η απόφασις του Αυτοκράτορος και να επιστρέψη ο Φλαβιανός στην Αντιόχεια φέρνοντας τα νέα.
Εν τω μεταξύ ήλθε η περίοδος της Μ.Τεσσαρακοστής και ο ιεροκήρυξ Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος πάντοντε εκήρυττε και εποικοδομούσε τον λαόν, εις την περίπτωσιν εκείνην έκαμε 21 ομιλίες με θέμα αυτά τα γεγονότα. Έχουν παραμείνει στην ιστορία οι ομιλίες αυτές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που φέρουν την ονομασίαν: ομιλίαι «εις ανδριάντας», επειδή αναφέρονται στο σπάσιμο των ανδριάντων του αυτοκράτορος και των άλλων μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας.
Βέβαια αφορμή ήτο η υπόθεσις των ανδριάντων και μεγάλο μέρος των ομιλιών εκείνων είναι παρηγορητικό δια τον λαόν. Με την αφορμήν όμως αυτή εποικοδομεί του Χριστιανούς του ο Ι. Χρυσόστομος – άλλωστε ήτο Μ.Τεσσαρακοστή – και κατορθώνει να τους επηρεάση, να τους συγκινήση, να τους οδηγήση γενικότερα εις μετάνοιαν, να τους κατευθύνη, προς μια προσπάθεια απαλλαγής γενιώς από τα πάθη της αμαρτίας, τα οποία ποτέ δεν μπορεί να φέρουν καλά αποτελέσματα, όπως εις την περίπτωσιν εκείνην, ένα πάθος και ένα ξέσπασμα του λαού, είχε προκαλέσει αυτή την περιπέτεια.
Έτσι, επέρασε όλη η Τεσσαρακοστή και είχε προκύψει ένα μεγάλο κέρδος από τις ομιλίες εκείνες. Είχε αλλάξει η ατμόσφαιρα. Δεν υπήρχε πλέόν θορυβώδης αναβρασμός μέσα εις την πόλιν, αλλά υπήρχε μια «συνοχή καρδίας» και οι άνθρωποι κατέφευγαν εις την προσευχήν, ζητώντας να βοηθήση ο Θεός. Και η εκκλησία συμπαρίστατο και ετόνωσε το φρόνημα του λαού. Γενικώς, εκαλλιεργήθη η μετάνοια επί γενικοτέρου επιπέδου, ώστε ο λαός από την περιπέτεια να εξέλθη ωφελημένος, πνευματικώς τουλάχιστον, ασχέτως του τι θα επακολουθούσε εκ της οργής του αυτοκράτορος.
Αλλά έφθασε το Πάσχα. Και εγκαίρως επέστρεψεν ο Αρχιεπίσκοπος εις την έδρα του, την Αντιόχεια. Και ευτυχώς έφερε τα καλά νέα: έδωσε συγγνώμην ο Αυτοκράτωρ, και ο λαός επανηγυρισε δια την Ανάστασιν του Κυρίου, αλλά και δια την ιδικήν του αναστασιν και λύτρωσιν από την περιπέτειαν εκείνην και την απαλλαγήν, από τα επικείμενα δεινά. Ενώ δε ο Ι. Χρυσόστομος είχε προδιαθέσει τον λαόν, ώστε να αντιμετωπίση με θάρρος την κατάστασιν, εν όψει πιθανών δυσαρέστων εξελίξεων, ευτυχώς ο Θεός ηυδόκησε να φωτίση τον Αυτοκράτορα να δώση συγγνώμην και να παρέλθη η περιπέτεια.
Από τα όσα είπε στις 21 αυτές ομιλίες «εις ανδριάντας» ο Άγιος Ι. Χρυσόστομος θα αναφέρω μία φράση του, η οποία έχει σχέσιν με την ειδικοτέραν αφορμήν που προκαλεί την ομιλίαν μου αυτή σήμερα.
Ομιλών προς τον λαόν, όπως συνηθίζεται εις τους ρητορικούς τρόπους της ομιλίας – όταν μάλιστα είναι κανείς «Χρυσόστομος» – , έκανε μίαν αποστροφήν προς τον Αυτοκράτορα, ως εάν υπήρχε τρόπος – και μάλλον υπήρχε – να φθάσουν τα λόγια του μέχρι του Αυτοκράτορος. Και είπε τότε: «εάν έθραυσαν εκείνους τους λίθινους ανδριάντας, αντ’ αυτών μπορείς να αποκτήσης περισσότερους και λαμπρότερους, που δεν θα είναι από μάρμαρο, ούτε από χαλκό, ούτε από ύλη, αλλά θα είναι στημένοι μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, αν δώσης συγγνώμην, θα εκτιμηθή τόσο πολύ , που θα σου κάνουν άγαλμα στις ψυχές τους, θα εξυμνούν τη βασιλεία σου και θα ευγνωμονούν την αυτοκρατορική σου μεγαλοψυχία».
Και πράγματι, η γενναιοψυχία του αυτοκράτορος συνεκίνησε το λαό και ούτως ειπείν του έστησε άγαλμα ο καθένας μέσα στην καρδιά του, γιατί εγλύτωσαν όσα μπορούσε η τότε αυθαιρεσία των ισχυρών να επισωρεύση εις τα κεφαλάς των παρεκτραπέντων.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσω διατί αναφέρομαι σ αυτό το θέμα σήμερα. Είναι γνωστόν, ότι εξεδώθη κάποια πρωτοβουλια, δια να ανεγερθή μία προτομή του π.Γερβασίου και ιδιαιτέρως συνεκίνησε τα πνευματικά τέκνα του σεβαστού γέροντος. Έγιναν διάφορες συζητήσεις, είτε υπέρ της προτάσεως, είτε εναντίον αυτής. Το θέμα είναι προς το παρόν στάσιμον. Εν πάσει όμως περιπτώσει ετέθη. Και είμαι βέβαιος ότι, ασχέτως εάν θα γίνη και πότε θα γίνη η προτομή του γέροντα, μέσα στις καρδιές πολλών υπάρχουν νοητοί ανδδριάντες του. Η μορφή του ζει μέσα στις καρδιές πολλών, θα έλεγα δε ότι η προτομή, ο ανδριάς, υπάρχει μέσα στην κοινωνία των Πατρών κατά τρεις τρόπους:
– Ο ένας τρόπος είναι το ότι ζει η μορφή του στις καρδιές εκείνων που τον εγνώρισαν από κοντά, τον είχαν πνευματικό πατέρα, σύμβουλον και οδηγόννώσιν της προσωπικότητός του και μίαν εκ του πλησίον επαφή μαζί του. Αυτοί -πολλοί δηλαδή από τα πνευματικά του τέκνα – δεν περιμένουν να στηθή κάποια μαρμαρίνη προτομή για να έχουν ενώπιόν των την μορφήν του αειμνήστου πατρός Γερβασίου, διότι η μορφή του είναι μέσα στις καρδιές τους ζωντανή.
– Μια δεύτερη μορφή του Γέροντος παρουσιάζεται, εντός της ιδίας Πατραϊκής κοινωνίας, στις καρδιές εκείνω, οι οποίοι είχαν αντίθετη ιδέα για αυτόν. Σε εκείνους δηλαδή, οι οποίοι , εν αντιθέσει προς τα πνευματικά του παιδιά (τα οποία τον είχαν ως ίνδαλμα), ήσαν απέναντί του πολύ επιφυλακτικοί, δια να μη είπω και εχθρικοί, ωρισμένοι τουλάχιστον, διότι τον εθεωρούσαν άνθρωπον των άκρων, άνθρωπον αυστηρόν κ.ο.κ.
– Αλλά υπάρχει μια Τρίτη μορφή, υπό την οποίαν διακινείται η προσωπικότης του Γέροντος μέσα εις τον Πατραϊκόν και τον ευρύτερον χώρον. Και αυτή είναι εκείνη, η οποία σχηματίζεται από την φήμη που υπάρχει περί αυτού και δεν έχει άμεση σχε΄ση ούτε με τα πνευματικά του τέκνα, που τον εγνώρισαν και τον ξέρουν εξ ιδίας πείρας και δεν χρειάζεται έξωθεν πληροφόρησιν για να διαμορφώσουν μέσα τους την εικόνα του, ούτε πάλιν προέρχεται από εκείνους οι οποίοι δεν τον κατενόησαν, αλλά τον έχουν παρεξηγήσει και τον παρουσιάζουν σαν ένα στυγνόν και αυστηρόν καλόγηρον.
Αντικρύζων αυτές τις μορφές, ούτως ειπείν ως τρεις προτομές του Γέροντα, θα προσπαθήσω να τον περιγράψω όσον γίνεται καλύτερα. Και ας αρχίσουμε από τηνν πρώτη, την πιο ελκυστική, την ευχάριστη εκείνη μορφή που έχουν μέσα στις καρδιές τους για τον Γέροντα τα πνευματικά του παιδιά. Είναι βέβαιον ότι τον αισθάνονται πολλοί ως τον άνθρωπον ο οποίος «εζήτει πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού» (Ματθ 6,33), τόσον δια τον εαυτόν του, όσο και για τους άλλους και με αυτό το κίνητρον (που ήταν για αυτόν πολύ δυνατό), το κίνητρο της αναζητήσεως και της εργασίας δια την επικράτησιν της βασιλείας του Θεού και μέσα του και γύρω του, ο εργάτης εκείνος του Κυρίου και της Εκκλησίας παρουσιάσθηκε ως ευλογία Θεού εις την πόλιν μας. Και ηγωνίζετο πρώτον «ίνα μορφωθή Χριστός» εν αυτώ (Γαλ. 4,19). Πρώτα δηλαδή, ξεφρόντιζε να έχη τον Χριστόν ο ίδιος μορφωμένον μέσα του ως πνευματικόν άγαλμα και ίνδαλμα, που να του ευφραίνει την καρδίαν και να του κατευθύνη την ζωήν, ως κυβερνήτης και οδηγός του βίου. Και ως εργάτης της Εκκλησίας έπειτα ο αείμνηστος π.Γερβάσιος εδραστηριοποιέιτο, δια να επιτευχθή αυτό το ιδανικόν της βασιλείας του Θεού και ενός της κοινωνίας. Εδραστηριοποιείτο και ειράζετο κυρίως εις τέσσαρας τομείς: εν πρώτοις ειργάζετο λειτουργικώς: πρωτίστως , ησθάνετο ότι ήτο ιερεύς και ως πρώτον έργον του ιερέως ησθάνετο – όπως και έτσι έιναι – το αγιαστικόν. Είχε δε τοιούτον ζήλον εις την λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας, ώστε δεν παρέλειπε καμμίαν λειτουργίαν, ούτε τας άλλας τελετάς και ιεράς ακολουθίας, αλλ’ ήτο τακτικώτατος και ακούραστος και τας εκτελούσε με τον τρόπον εκείνον με τον οποίον και ο ίδιος σεκινείτο και τους άλλους ενέπνεε.
Μαζί δε με τον λειτουργικόν αυτόν τομέα, εκαλλιεργούσε δεύτερον τον κηρυκτικόν τομέα. Ακούραστος εις το κήρυγμα και διδακτικός, δια να ωφελήσει ψυχές. Η διδακτικότης του ήτο ακατάπαυστος, ησθάνετο ότι πρέπει να ποτίζη τον λαόν σαν μια πηγή από την οποιαν ρέει το ύδωρ το ζων και όσοι προστρέχουν σ αυτή να μπορούν να ξεδιψάσουν, να μπορούν να πιουν απ την πηγή του ύδατος του «αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4,14).
Τρίτος τομεύς ήτο η εξομολόγησις, εις την οποίαν εκδαπανάται ώρες ατελείωτες, ημέρες και νύχτες, ο Γέροντας. Και εις το εξομολογητήριόν του προσέτρεχαν πολλοί, πάρα πολλοί, οι οποίοι πάντοτε εβγαιναν ωφελημένοι. Και οσιο ζουν μέχρι σήμερα και όσοι δεν ζουν, δια βίου ενεθυμούντο συμβουλές του και είχαν επηρεαστεί από όσα εκείνος τους είχε διδάξει, δια να πορεύονται ασφαλώς την «οδόν του Κυρίου» και να κατευθύνονται προς την βασιλείαν του Θεού.
Και τέταρτος τομεύς του ήτο ο κατηχητικός τομεύς. Εις αυτόν δε τον κατηχητικόν του τομέα και η «Αναπλαστική Σχολή» και αι καατασκηνώσεις της και το όλον συγκρότημά της.
Ομολογουμένως, αυτή τη τετραπλή προσφορά του Γέροντα, λειτουργική, κηρυκτική, εξομολογητική και κατηχητική, εμφανίζει μίαν μορφήν ιδανικήν, με την οποίαν τον έβλεπε ο κόσμος και τον ησθάνετο έτσι ώστε, άλλοι να τον ακολουθούν και άλλοι , οι μη ακολουθούντες ακόμη, να επηρεάζονται υπ αυτού και σε πολλά να εμπνέονται και να καθοδηγούνται πνευνατικώς.
Ήτο δε, όπως είπαμεν, ακούραστος, όπως είναι δε γνωστόν, ποτέ δεν έκανε διακοπές, ούτε καλοκαίρια ήξερε, ούτε άλλους χρόνους διακοπών. Και ενθυμούνται οι παλαιότεροι ότι έλεγε χαρακτηριστικά: «αφού ο διάβολος δεν κάνει διακοπές, πώς μπορούμε εμείς να κανωμε διακοπές και να του αφήνωμεν ελεύθερο τον τόπο, να δουλεύη εκείνος να κάνη την ζημιά του;»
Όσο πενιχρές και αν ήσαν αυτές οι πινελιές του λόγου, που περιέγραψαν την μορφή του, όπως προ πάντων ζει μέσα στις καρδιές των πνευματικών του τέκνων, πάντως ήσαν αρκετές, δια να τον αναπολήσουν ζωηρώς τα παλαιά πνευματικά του τέκνα. Και είναι δίκαιο και εύλογο να ζωντανεύει στις σκέψεις μας η αγία μορφή του.
Αλλά δεύτερον, πώς τον έβλεπαν οι άλλοι; Έχει σημασία αυτή η άλλη μορφή με την οποία τον αντίκρυζαν οι κοσμικοί άνθρωποι. Τρεις χαρακτηρισμούς εχρησιμοποιησαν για να τον περιγράψουν: α) ήτο- έλεγαν- «των άκρων» ο γέροντας, β) «υπεραυστηρός» π.Γερβάσιος, γ) «άτεγκτος» καλόγηρος, ακατάλληλος δια να καθοδηγήση τα μέλη της συγχρόνου κοινωνίας. Αυτά τα έλεγαν όσοι τον παρεξήγησαν. Και είναι εύκολο από ΄μακρυά κανεις να σχηματίζη αυτές τις κρίσεις. Πολλοί εν τούτοις, όταν τον εγνώρισαν εκ του πλησίον , άλλαξαν γνώμη. Αλλά και εκείνοι , οι οποίοι, εξ αποστάσεως, αυθαιρέτως απεφάινοντο περί αυτού ως ανθρώπου των άκρων ή ως υπεραυστηρού ή ως μονοπλεύρως καλογερικού τύπου, τον εσέβοντο και τον υπελήπτοντο. Διότι, η αυστηρότης η οποία υπήρχε στον γέροντα, κι αυτές οι πολλάκις ακραίες θέσεις τις οποίες έπαιρνε, είχαν για εκείνον ουσιαστική αξία και αποτελούσαν την ιδικήν του κατανόησιν του καθήκοντος (έτσι το έβλεπε). Θα μπορούσαμε να πούμε, για να ερμηνεύσωμε την αυστηροτητά του (την εποικοδομητική εν τούτοις αυστηρότητά του), θα μπορούσαμε να πούμε τον λόγον που ενεθυμήθησαν οι μαθηταί του Κυρίου, όταν είδαν τον Χριστόν να παίρνη το μαστίγιο: «εμνήσθησαν», ότι είναι γραμμένον: «ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με» (Ιω.2,17). Ο π.Γερβάσιος είχε, όπως είπαμε προηγουμένως, , ζήλον δια την βασιλεία του Θεού και τον κατέτρωγε αυτός ο ζήλος, δια να παραμερίζωνται τα εμπόδια που παρενέβαιναν δια να ανακόψουν την πορείαν προς την βασιλείαν του Θεού. Δεν έπαιρνε βέβαια το μαστίγιον. Έπαιρνε όμως το καυτήριον του λόγου. Και είναι πολλές φορές μαστίγιον και καυτήριον δια πολλούς το να ακούουν ελέγχους και αυστηρές κρίσεις και υποδείξεις δια τη επιβαλλομένην ορθήν και ηθικήν πορείαν εις την ζωήν των.
Αφού δε ήρχισα την ομιλίαν αναφερόμενος εις την προσωπικότητα του Αγ.Ι. Χρυσοστόμου, προσθέτω ότι εκείνοι που εξέφεραν κρίσεις δι ‘ αυτόν, εστάθησαν υποχρεωτικά στις περιπτώσεις που ο Χρυσόστομος επήρε το καυτήριον του λόγου και εστηλίτευσεν αυτοκράτορας και αλλους ισχυρούς. Η αυτοκράτειρα Ευδοξία π.χ. πολλές επικρίσεις ήκουσε από τον Ι.Χρυσόστομο και ο Ευτρόπιος, ο τότε πρωθυπουργός, επίσης. Ακόμη και μέσα στον Εκκλησιαστικό περίβολο, ήλεγξε πολλούς ο Αγ.Ι.Χρυσόστομος, διότι έπρεπε να τους ελέγξη, δια να τους ωφελήση και να τους επαναφέρη στην τάξη ή να τους καθαιρέση.
Εκείνοι λοιπόν, που έκαμαν κρίσεις και σχόλια εν σχέσει προς τον Α.Ι.Χρυσόστομο, αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι: Αν έλειπαν τα χαρακτηριστικά αυτά από τον Ιωάννην, δεν θα ήτο αυτός πλέόν ο ηρωικός και θαυμαστός Χρυσόστομος. Χρυσόστομος χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά δεν νοείται. Ο Χρυσόστομος δεν ήτο μόνον ο ρήτωρ ο ελκυστικός, αλλά η δύναμις του λόγου του μπορούσε να καθηλώση τους πάντας και όταν συγκινούσε, αλλά και όταν εμαστίγωνε. Και εν πάση περιπτώσει Χρυσόστομος χωρίς αυτά που του καταλογίζουν ως δήθεν ελαττώματα δεν είναι ο αληθινός Χρυσόστομος. Το ίδιο θα ελέγαμε και ημείς: Γερβάσιος χωρίς εκείνη την αυστηρότητα, χωρίς την τοποθέτηση επί των ακραιφνών γραμμών της Ορθοδοξίας και της Χριστιανικής ηθικής και της κανονικής τάξεως, δεν θα ήτο ο γνώριμός μας π.Γερβάσιος. Θα ήτο μεν ένας καλός ιερεύς, ένας καλός πνευματικός, ένας καλό ιεροκήρυξ και καλός κατηχητής, δεν θα ήτο όμως ο Γερβάσιος που ξέρουμε. Δεν θα ήτο εκείνη η μορφή η οποία, και όταν παρουσιάζετο συνωφρυωμένη απένταντι της κακίας και της αμαρτίας που υπάρχει στην κοινωνία, μπορούσε όποιος είχε υγιές αισθητήριο, να διακρίνη ότι πίσω απ’ την αυστηρά ματιά και το αυστηρό του πρόσωπο είχε την αγάπη, από την οποία ξεκινούσε και το μαστίγιον και ο έλεγχος. Διότι απέβλεπον τα πάντα «εις οικοδομήν».
Και τώρα ολίγα και για την Τρίτη του εικόνα, εκείνη που έχει σχηματισθεί από τη φήμη. Αυτή κυκλοφορεί περισσότερο από τις δύο άλλες, διότι τα μεν πνευματικά του τέκνα, όσα επιζούν, πάντως τώρα πλέόν είναι ολίγα, αλλά και από τους εχθρούς του και τους πολεμίους του, οι περισσότεροι έχουν εκλείψει. Ολίγοι λοιπόν είναι εκείνοι που τον αισθάνονται είτε με την σαγηνεύουσαν μορφήν που εγνώρισαν ως πνευματικά του τέκνα, είτε με την αυστηράν και άτεγκτον με την οποία τον εβλεπαν όσοι τον είχαν παρεξηγήσει. Οι πολλοί όταν ακούουν π.Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, διαμορφώνουν μέσα τους την μορφήν του από τα περιγραφάς, από τα όσα ακούουν, τα όσα διαβάζουν, τα όσα πληροφορούνται. Θα περιγράψω και αυτήν την εκ φήμης μορφήν του. Άλλωστε, είμαι από τους όψιμους συνεργάτας του, διότι ήτο πλέον εις την τελευταίαν περίοδον της ζωής του, όταν συνεργαστήκαμε εις την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών στο ίδιο γραφείό΄ν, εκείνος ως πρωτοσύγγελος και εγώ ως αρχιδιάκονος του αειμνήστου Γεροντός μας, του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου.
Με βάσιν την προσωπική μου αυτή γνωριμία θα συγκρίνω τις φήμες, οι οποίες κυκλοφορούν. Και μπορώ υπεύθυνα να τον περιγράψω δι’ οσους δεν τον εγνώρισαν. Διότι ασφαλώς οι νεώτεροι δεν τον εγνώρισαν και πρέπει να πληροφορηθούν υπεύθυνα και σωστά ποιος είναι ο πραγματικός π.Γερβάσιος.
Ήτο ο άνθρωπος ο αγνός και ανιδιοτελής. Τίποτε δεν ζητούσε για τον εαυτόν του. Για την δόξα του Χριστού όμως, ζητούσε πολλά, για την Εκκλησία ζητούσε τα πάντα, για την οικοδομή των πιστών και δια την επικράτηση της βασιλείας του Θεού ήτο απαιτητικός. Δια τον εαυτόν του μπορούσε αδίστακτα να επαναλάβη τον λόγον του Απ. Παύλου: «αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα» (Πραξ. 20,33). Δεν τον συνεκίνησαν ούτε τα χρήματα, ούτε η λαμπρότης της εμφανίσεως. Ήτο ένας άνθρωπος σεμνός, λιτός, ταπεινός, απλός. Και όταν εκυκλοφορούσε στην πόλη, και όταν ελειτουργούσε στον ναόν δεν είχε την λαμπρότητα εις την εξωτερικήν εμφάνισιν. Αλλά είχε την άλλην λαμπρότητα, την οποία του εχάριζε η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Και έπρεπε να έχει κανείς το αισθητήριον το κατάλληλον, δια να διακρίνη σ εκείνον τον απέριττον άνθρωπον το πώς εζούσε τα μυστήρια, πώς εζούσε την λειτουργική ζωή, πώς ενεθουσιάζετο όταν εκήρυττε, πώς ωμιλούσε υπεύθυνα στο εξομολογητήριον και στην κατηχητική προσφορά του.
«Αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησε». Άραγε επισκοπής επεθύμησε; Θα αποκαλύψω μερικά ρπάγματα: Ο ιδιος δεν το εζήτησε ποτέ. Μία φορά τον υποχρέωσε ο Γέροντάς μας να υποβάλη με αίτηση τα νόμιμα πιστοποιητικά των προσόντων και των υπηρεσιών του δια να γίνη επίσκοπος. Και κάνοντας υπαρκοή εις τον Γέροντα υπέβαλε την αίτησιν. Ύστερα όμως, μετενόησε. Έζησα από κοντά αυτήν την περίπτωσιν κατά την οποίαν ο Γέροντάς μας τον ετοίμαζε δια Μητροπολίτην Λευκάδος. Αφού του υπόδειξε να υποβάλη την αίτησιν, εκείνος έκανε μεν υπακοήν ως προς την αίτησιν, αλλά εις το προκαταρτικόν στάδιον, όταν ήλθε η αίτησίς του εις την Ιεράν Σύνοδον και έπρεπε να ψηφισθή, δια την εγγραφήν του εις τον κατάλογον των εκλογίμων, οι Συνοδικοί δεν του έδωσαν τα 2/3 των ψήφων (όπως προέβλεπε ο νόμος), δια την εγγραφήν και δεν εδίστασαν να στενοχωρήσουν και τον Αρχιεπίσκοπον, αρνηθέντες να ψηφίσουν τον πρωτοσύγγελόν του, τον π. Γερβάσιον, διότι τον έβλεπαν ως έναν άνθρωπον «υπεραυστηρόν» και τον έκριναν ως ακατάλληλον δια την επισκοπικήν θέσιν και περιωπήν. Τον εθεωρούσαν ότι εχει ωρισμένα σημεία του χαρακτήρος του, που τον παρουσιάζουν τραχύν, ότι η αυστηρότης του «ξεσπάει» με μίαν έκρηξιν, πολλές φορές, πράγμα το οποίον – κατά την κρίσιν αυτών που θα εψήφιζαν – δεν εθεωρείτο ότι αρμόζει εις τον έχοντα τας ευθύνας της επισκοπής. Δια τούτο δεν τον ενέγραψαν καν εις τον κατάλογον των εκλογίμων και έτσι δεν μπορούσε την ημέρα της εκλογής του Μητροπολίτου Λευκάδος να είναι καν υποψήφιος και αντ’ αυτού εξελέγη ο μακαριστός Μητροπολίτης Δωρόθεος (Παλλαδινός), ο γνωστός τότε ιεροκήρυξ των Πατρών. Και εχάρη ο π.Γερβάσιος δια την εκλογή και την χειροτονίαν του αδελφού και συλλειτουργού του Δωροθέου. Αλλά δια τον εαυτό του είπε: «καλά να πάθω, διότι παρέβην τας αρχάς μου και υπέβαλα την αίτησιν»!
Δια να καταλήξω εις την περιγραφήν του ως ανθρώπου απλού και ζηλωτού, πρέπει να προσθέσω ότι ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν ολόψυχα και δια βίου. Και του ταιριάζει πάρα πολύ αν είπωμεν δι αυτόν το: «Περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων» (Γαλ. 1,14). Ήτο παραδοσιακός άνθρωπος, ο οποίος δεν εννοούσε να μετακινηθή ούτε κατά ένα ιώτα, ούτε κατά μία κεραία από ότι είναι γραμμένον στον νόμο του Θεού, στους κανόνας της Εκκλησίας. Με αυτή την ακεραιότητα και αυτόν τον ζήλον ειργάσθη ώστε να τους αρμόζη ο χαρακτηρισμός ως «ζηλωτού». Εκείνοι που δεν τον κατενόησαν, τον έλεγαν φανατικόν. Αλλά όχι δεν ήτο φανατικός! Ζηλωτής μόνον ήτο. Φανατικός θα πει τυφλωμένος άνθρωπος, ο οποίος βλέπει με παρωπίδες και από ένα πείσμα αντιδρά και επιμένει πεισματικά στη γνώμη του, για να υποστηρίξη εκείνα που θέλει να υποστηρίξη.
Αλλά ο ζηλωτής είναι ο φωτισμένος άνθρωπος που εκείνα που υποστηρίζει και στα οποία επιμένει, έτσι τα πιστεύει και τα κατανοεί και γι αυτό επιμένει. Και τα «κατανοεί» όχι αυθαίρετα, αλλά με φωτισμόν και με επιχειρήματα και με λόγον πραγματικόν. Μπορεί να επιμένη μέχρι τέλους και μέχρι κεραίας και ας τον πουν ότι είναι των άκρων. Εκείνος θα δύναται να λέγη: «περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχω των πατρικών μου παραδόσεων». Ετσι το νοιώθω, έτσι το ζω, έτσι το πιστεύω, έτσι το υπερασπίζω και το υποστηρίζω.
Κατά την δύναμιν τον περιέγραψα. Και ο καλλιτέχνης που θα κατασκευάση την προτομήν, συνδυάζων τα περιγραφικά αυτά στοιχεία, τα οποία δια του λόγου και όχι δια της σμίλης, παρουσίασα, ίσως βοηθηθή να έχη μίαν σχετικήν επιτυχίαν.
Ευχόμαι όταν θα γίνη η προτομή να εκφράζη τον σεβαστόν Γέροντα, και με αυτό θα καταλήξω. Η προτομή θα γίνη, πρέπει να γίνη, εφ’ όσον εξεκίνησε, πρέπει να γίνη. Και πολύ καλά έκαναν οι ιερείς της Μητροπόλεως, οι οποίοι πήραν μίαν πρωτοβουλίαν και υπεσχέθησαν ότι θα κινητοποιηθούν και θα δραστηριοποιηθούν προς πραγματοποίησιν αυτού του σκοπού. Αλλά, περισσότερον τούτο ανήκει εις τα πνευματικά του τέκνα, τα οποία είναι συγκεκροτημένα σε 4-5 συλλόγους και αδελφότητες. Και πρέπει να το πάρουν στα ζεστά, ώστε από κοινού, και οι ιερείςι και τα πνευματικά του τέκνα, υπό όλες τις συγκροτήσεις που έχουν τις σωματειακές και γενικώτερα η κοινωνία τν Πατρών, εις την οποία «ζει» ο π.Γερβάσιος ακόμη, να δείξουν ότι δεν τον ελησμόνησαν. Να του δείξουν την οφειλομένην αναγνώρισιν.
Έγινε μια πρότασις: να συγκροτηθή μία επιτροπή, υπό την προεδρίαν μου, ώστε να συντονισθουν αυτές οι προσπάθειες. Και φυσικά είμαι πρόθυμος. Και συνιστώ όπως οι αρμόδιοι των επί μέρους «Γερβασιακών» σωματείων, να συσκεφθουν και να ανταλλάξουν τις ιδέες των δια την συγκρότησιν της επιτροπής και δια την μεθόδευσιν του έργου, εις το οποίο θα συμπράξη και η Εκκλησία των Πατρών, δια των ιερέων της και δια του Επισκόπου.
† Ο ΠΑΤΡΩΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
(Η πρότασις περί προτομής του)
ΟΜΙΛΙΑ εκδοθείσα εκ της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών
Ο άνθρωπος που αναδημοσιεύει την ομιλία αυτή, δεν εγνώρισε τον π.Γερβάσιο εν ζωή, όμως είχε την τύχη να γνωρίσει τον αοίδιμο Γέροντα μέσα από τον πνευματικό του πατέρα, που υπήρξε πνευματικό του τέκνο και μέσα από τις διηγήσεις όλων όσων βίωσε κοντά του. Τον αγάπησε «εξ’ αποστάσεως» και «δια φήμης» του, μα σύντομα η παρουσία του Γέροντα στη ζωή του ήταν υπαρκτή! … και έγινε πρόσωπο της ζωής του, της καθημερινότητάς του, της οικογένειάς του