Η αγάπη του για τα παιδιά

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Όταν έλεγε «Ἄφετε τὰ παιδία » η χαρά του επλημμύριζε και τα χέρια του εκεί σαν να ήθελε να τα αγκαλιάσει όλα, που έψελναν. Σας λέω είχε άλλα χαρίσματα…δεν ξέρω!

Ή όταν αρρωσταίναμε, ήταν το 1936-1937, τότε ήταν η επιδημία τύφου και ερχόταν με τον Παναγιώτη (Παναγιώτης Μπελεζώνης,θείος π.Παναγιώτη Ρούβαλη, που τον σκότωσαν στον εμφύλιο και ο παπούλης φέρει το όνομά του)από τον προφήτη Ηλία και ήλθαν εδώ να με δούνε. Ήμουν με κοιλιακό και εγκεφαλικό τύφο. Ήμουν πολύ χάλια. Με σταύρωσε αμέσως με μια ευχή που είπε και στη συνέχεια μου λέει:

  • Μαρία μου, θυμώνεις;
  • Θυμώνω παπούλη, λέω

Γιατί εθύμωνα; Ήταν της Παναγίας, Δεκαπενταύγουστος και ο νονός μου είχε στείλει γλυκά. Εγώ ήθελα να φάω γλυκό, η μητέρα μου δεν μου έδινε, γιατί δεν έπρεπε να φάω και έφερε ένα βαμβακάκι με λαδάκι από το καντήλι να με σταυρώσει και εγώ της έλεγα: εγώ νόμιζα ότι θα μου έφερνες μεζέ και εσύ μου έφερες το βαμβάκι;

Της λέει (ο παπούλης) – βλέπεις; Θυμώνει. Το λέει ότι θυμώνει. Μην την παρεξηγείς, λέει της μητέρας μου.

Έκανε παντού περιοδεία. Γιατί δεν πήγες Κατηχητικός; Γιατί ετούτο; Γιατί εκείνο; Μια Κυριακή είχε πολλή ζέστη, καύσωνα. Είχα γίνει κατακόκκινη, υπέφερα πολύ και δεν πήγα στο Κατηχητικό. Δεν είχε πάει ούτε η μακαρίτισσα η Βασιλεία και τώρα έμειναν τα παιδιά μόνα τους και έφυγαν. Τι να έκαναν τα παιδάκια. Την επόμενη Κυριακή ήλθε και μου λέει

– γιατί το έκανες αυτό;

– παπούλη δεν μπορούσα να έρθω. Είχα πάθει σαν αναφυλαξία μεγάλη, έκαιγε το πρόσωπό μου και δεν μπόρεσα κατακόκκινη να φύγω.

– Αυτό δεν θα το ξανακάνεις όμως, Μαρία μου. Τα παιδιά θέλουν προστάτη. Δεν θα τα αφήνουμε εμείς στο δρόμο, στο έλεος του Θεού, μου είπε.

Πάντα στα σπίτια εγύριζε. Όποιο κορίτσι αρρώσταινε, όποιο παιδί αρρώσταινε,δεν εγκατέλειπε κανέναν. Ο παπούλης δεν υπολόγιζε, όλα αυτά τα εγκατέλειπε μπροστά στο παιδί.

Απόσπασμα από τη Συνέντευξη της  κ. Μαρίας Μάνου (Πνευματικό παιδί και Κατηχήτρια στα Κατηχητικά Σχολεία του πατρός Γερβασίου)