Φλεγόμενα Ράσα…

(αφιέρωμα στον Αρχ. Γερβάσιο Χαρ. Παρασκευόπουλο)
Επί τη συμπληρώσει 52 ετών από της Κοιμήσεως του αποστολικού εκείνου εργάτου του Ευαγγελίου, Αρχ. Γερβασίου Χαρ. Παρασκευοπούλου, «ο οποίος επί 50 συναπτά έτη διακονήσας πιστώς και με ευλογητήν την καρποφορίαν, την αποστολικήν Εκκλησίαν της Πόλεως του Πρωτοκλήτου των Πατρών», αναδημοσιεύουμε εμπνευσμένον άρθρον του μακαριστού π. Θεοκλητου Διονυσιάτου, που δημοσιέυτηκε την 1η Ιουλίου 1966, ημέρα Παρασκευή εις την εφημερίδα των Πατρών «Πελοπόννησος».
Απόδοση εις τη νεοελληνική
41. Ο π.Γερβάσιος
Ως φλεγόμενον τον εγνώρισα. Με μία υγεία ελληνική, μωραϊτικη, ευκίνητον, ζωηρό, «ζέοντα τω πνεύματι». Το δέμας μέτριος, ασκητικός μαζί και νευρώδης. Εάν ζωή είναι, κατά Αριστοτέλην, κίνησης, ο ανήσυχος, ο αεικίνητος ιερομόναχος Γερβάσιος ήταν η προσωποποίηση της ζωής. Ημουν όχι περισσότερο των 7 ετών, όταν τον πρωτοείδα. Δεν ήμουν σε θέση να κρίνω, μπορούσα, ομως, να παρατηρήσω, να εντυπωσιαστώ. Από την ανατολή του βίου μου, στη θέα του, μετεφερόμουν σε άλλο κόσμο. Δεινή, σκοτεινή, άπτερoς, ράθυμος, πεπληρωμένη κακίας ήταν η εποχή της εμφανίσεώς του στην Πάτρα. Εκινείτο, ομιλούσε και προκαλούσε εντύπωση. Μίαν πολλή διαφορετική εντύπωση από εκείνες τις συνήθεις. Η παρουσία του δημιουργούσε ατμόσφαιρα άλλου κόσμου. Σε εβλεπε και αισθανόσουν και αγαλλιαση και έλεγχο. Είχε μια καταπληκτική ιδιότητα να γίνεται το ο,τι είχες ανάγκη. Πατέρας, μητέρα, αδελφός, παιδευτής, αγάπη, επίπληξη. Και σε μία περίοδο που εστερείτο της αγάπης, φωτός και πνευματικής τριβής, ο θείος Πατηρ γινοταν «τα πάντα τοις πάσι».
Την ιστορία την δημιουργούν οι ολίγοι. Ένας από τους αλίγους που δημιούργησε την πνευματική ιστορία της πόλεως του Αποστόλου Ανδρέου ήταν και ο π. Γερβάσιος. Το ορμητήριο του ήταν ο Αγιος Δημήτριος. Η ακτίνα του ολόκληρη η πόλη. Το όνομά του ήταν παντού γνωστό. Άκουγες Γερβάσιος και καταλαμβανόσουν από δέος. Σπανίως άνθρωπος να αγαπηθεί τόσο από τόσους και πάντοτε. Είπαν , ότι ήταν ένας εκ των συντελεστών της δημιουργίας της πνευματικής ιστορίας των Πατρών. Τον αδικώ. Αδικώ την αλήθεια. Ήταν ο πρώτος με ακτινοβολία σε ολόκληρη την Ελλάδα, που εργάστηκε , επίμονα, εις βάθος, με διάρκεια 5 δεκαετιών. Επέρασαν βέβαια, ευαγγελιστές από την Πάτρα, αλλά ως διερχόμενοι. Και οχι με μόχθο. Και χωρίς δάκρυα πολλά. Και χωρίς συνοχή καρδίας. Αυτός εκοπίασε και οι άλλοι «εισήλθον εις τον μισθόν αυτού». Ο Μακράκης ήταν μια καταιγίδα. Άφησε για λίγο την καλή εμπειρία, ο Μαθιόπουλος εκήρυξε και έφυγε. Αφύπνησε για λίγο. Ο Τρεμπέλας και οι της μετέπειτα «Ζωής» ωφέλησαν. Αλλά οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη μόνο ευαγγελιστού, θέλουν και πατέρες. Θέλουν μόνιμους οδηγούς. Και ο όσιος πατήρ Γερβάσιος ήταν «ο μονίμως αροτριών επ ελπίδι την χέρσον και άγονον γην των καρδιών των δυστυχών χριστιανών των πατρών». Ήταν ο φύλακας άγγελος της πόλεως. Με τις προσευχές, με το λόγο, με τη φιλανθρωπία.
Τον θυμάμαι που περιέτρεχε τις συνοικίες, στους διάφορους ναούς, να ομιλεί, να κατηχεί, να εξομολογεί, να παρηγορεί, να εγείρει «από γης πτωχόν και από κοπρίας να ανιστά πένητα». Ο διάβολος είχε εισδύσει παντού. Και ο ακάματος πολεμιστής πηγαινε σε συνάντησή του. Όπου τον έβλεπε συγκροτούσε μάχη. Και εγνώριζε ότι σχεδόν παντού είχε τη φωλιά του. Στα άτομα, στις οικογένειες, στους οικισμούς. Σε ποια αθλιότητα τα τέκνα του Θεού! Πόσο σκοτάδι άγνοιας, ποιες δυσειδαιμονίες, πόσες κακίες δεν εμάστιζαν τους χριστιανούς της παλιάς εποχής του! Και φωτιστές που;;; πού εργάτες του Ευαγγελίου;;; Πού αληθινοί πατέρες;;; Συνέλαβε το πρόβλημα με διαύγεια. Και άρχισε τον αγώνα αποκαθάρσεως. Ήταν τόσος ο ζήλος του, το πυρ της καρδιάς του, ώστε αμφιβάλλω «εάν θα έδινε ύπνον τοις οφθαλμοίς του και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις του».
Στην αρχή , δεν τον καταλάβαινε ο κόσμος. Ενόμιζε, ότι άκουγε ξένη, άγνωστη γλώσσα. Αυτός ορμητικός, καυστικός, ελεγκτικός, διέσχιζε με πολύ κόπο την ζοφερή νύχτα των παθών. Μιλούσε στα πλήθη περί κολάσεως, περί αθανάτου ψυχής, περί αιωνίου απολαύσεως. Κατακεραύνωνε την αμαρτία στην οποιαδήποτε μορφή της. Και εστράτευσε ακόμη και κατ εκείνων των αθώων παιδιών, κατά πάσης κοσμικής αναστροφής. Ενθυμούμαι την κατάπληξη που προκάλεσε σε ένα απογευματινό κηρυγμά του της Κυριακής εις τον Μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελιστρίας. Περνούσε έξω από το Ναό παιανίζουσα η μουσική του δήμου. «Ακούσατε, χριστιανοί, ο διάβολος περνάει», φωνάζει προς τα έκπληκτα πλήθη. Η μουσική διάβολος; Ναι , έλεγε ο ιερομόναχος. Η μουσική του κόσμου είναι διαβολική.  Βοηθάει την αμαρτία. Τα ενδύματα των γυναικών άλλαξαν. Αντί διασκεδάσεων, ο κόσμος διαβαζε τη Γραφή και ψυχοφελή βιβλία. Εξομολογείτο, εκκλησιαζόταν, έτρεχε στα κηρύγματά του. Πολλών η ζωή είχε αλλάξει. Τα Κατηχητικά του Πατρός Γερβασίου απέδιδαν τους καρπούς τους. Η κοινωνία των πατρών δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τα κηρύγματά του. Είχε καταστεί σεβάσμια μορφή. Είχε επιβληθεί σε όλους ως άγιος άνθρωπος.
Παραλλήλως ο σατανάς είχε αναστατωθεί. Ελλύσαξε κυριολεκτικώς δια του εν τω πονηρώ κειμένου κόσμου. Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο των κρουσμάτων δαιμονοληψίας. Εις την άνω χώρα της πόλεως συνηθέστατα εβλεπε κανείς δαιμονισμένους και δαιμονισμένες. Προ του κηρύγματος, προ της καλλιέργειας του θείου λόγου του οσίου Γερβασίου, σπανίως να έβλεπε κανείς δαιμονόπληκτο. Γιατι; Διότι ο σατανάς κρυβόταν στις ψυχές, στις φωλιές του. Οταν όμως άρχισε η εξομολόγηση, μετάνοια, εκκλησιασμός, μυστηριακή συμμετοχή, αλλαγή βίου, τότε αποκαλύφθηκε. Δεν μπορούσε να κρύβεται πλέον. Λένε οι πατέρες, ότι ο διάβολος δίνει το παν να πείσει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει. Και αν αυτό δεν το επιτύχει, αγωνίζεται να αποσπάσει την προσοχή του ανθρώπου από την καρδιά του, όπου πολεμά και φωλιάζει. Δεν βλάπτει το διάβολο, όταν οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι κάτι εξωτερικό , ότι ο πόλεμός του διεξάγεται από τα εξωτερικά πράγματα. Έτσι, λοιπόν, έβλεπε κανείς συχνότατα δαιμονιζομένους να βλασφημούν τον θείον Γερβάσιον. Δεν θα θέλαμε άλλη απόδειξη της ποιότητος του πνευματικού του έργου από αυτή. Διότι υπάρχει και «πνευματικό έργο», που δεν τον …πειράζει τον πειρασμόν.
Ο πατήρ Γερβάσιος ενσάρκωσε μέσα του μεγάλες ασκητικές μορφές της ερήμου, ζων και αγωνιζόμενος σε πολυάνθρωπον πόλη. Και τούτο, διότι  «εύρε την πράξιν εις θεωρίας επίβασιν». Ζούσε σαν ασκητής σε όλες τις εκφάνσεις του βίου του. Και ως εκ τούτου και η «εκκλησιολογία» του ήταν αυστηροτάτη. Δεν ανεχόταν παραβάσεις κανόνων ήταν μέχρι σχολαστικότητος τηρητής της εκκλησιαστικής τάξεως. Το βιβλίο του Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας» αντανακλά ένα καθαρό και υψηλό πνευματικό βίο, μια αγιωτάτη ψυχή, πυρπολουμένη πάντοτε από θείο ζήλο. Έναν όσιο άνδρα, ο οποίος ετίμησε και εφώτισε την εκκλησία, «εν νυκτί δυσχειμέρω και ασελήνω», δια του βίου του, ο οποίος υπήρξε συνεχής θυσία και το έργο του συνεχίζεται από τα άξια τέκνα του. Και ο ίδιος παρατείνεται μέσα εις τη ζωή της Ελληνικής Εκκλησίας, ως «Τύπος του ποιμνίου».
Μακάρι να είχαμε κατά καιρούς τέτοιους τίμιους ανθρώπους, που αφήνουν φωτεινά ίχνη της ζωής και της δράσεώς τους, προς παραδειγματισμόν και μίμηση. Και προς δόξαν Θεού.
Ο γράφων δεν ευτύχισε να ζήσει πλησίον του. Τον εγνώρισα μόνον κατά την ανατολήν μου, αθώο παιδί επτά ετών, μόλις άνοιγα εις τον κόσμο τα μάτια μου, και εις τη δύση του, εις το «ηλιοβασίλεμά του», όταν πλέον ολόλευκος από τα χρόνια και την αρετή του, έκλεινε, σχεδόν τα μάτια του!…
Δεν παραπονούμαι εις την Θείαν Πρόνοιαν. Αλλά πόσο λιγότερο θα έκλαιγα εν μετανοία, εάν μου χαριζόταν άνωθεν το προνόμιο να παρέμενα δια βίου υιός του πνευματικός!…
Τω Θεώ όμως δόξα πάντων ένεκεν.
Θεόκλητος Διονυσιάτης
Απόδοση στην νεοελληνική και δακτυλογράφηση: Χάδλα Παναγιώτα
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον πνευματικό μου πατέρα Παναγιώτη Δ. Ρούβαλη, πνευματικό τέκνο του π. Γερβασίου Χαρ. Παρασκευοπούλου, για όλο το πολύτιμο υλικό που προσφέρει